- δώτειρα
- δώτειραfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δώτειρ' — δώτειρα , δώτειρα fem nom/voc sg δώτειραι , δώτειρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώτειραν — δώτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσσιδώτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ Αἰών τε Κρόνου παῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + δώτειρα (πρβλ. χαριτο δώτειρα), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
δωτήρ — δωτήρ, ο (θηλ. δώτειρα, η) (Α) πάροχος, χορηγός … Dictionary of Greek
πανδώτειρα — ή, Α (ως επίθετο τής γης και τής φύσης) αυτή που παρέχει τα πάντα, που χαρίζει κάθε αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δώτειρα, θηλ. τού δωτήρ] … Dictionary of Greek
χαριτοδώτειρα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που δίνει χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δώτειρα θηλ. του δώτης (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek